Лекции по истории Древней Церкви. Том IV - Василий Болотов
Шрифт:
Интервал:
Закладка:
156
καί τέλος ούκ είασεν είς όλον τό ύπ’ αύτον θέμα ενα άνθρωπον μοναδικόν περιβεβλημένον σχήμα. ό καί μαθών ό μισάγαθος βασιλεύς εγραψεν αύτω ευχαριστίας λέγων, οτι «ευρόν σε ανδρα κατά τήν καρδίαν μου, ος ποιείς πάντα τά θελήματα μου». τούτον ούν μιμησάμενοι καί οί λοιποί τά όμοια διεπράποντο (Theoph. a. 6263).
157
κοινή γνώμη Θεόδωρος, ό πατρίαρχης ’Αντιόχειας, καί Θεόδωρος 'Ιεροσολύμων καί Κοσμάς ’Αλεξάνδρειάς σύν τοίς ύπ’ αυτούς έπισκόποις τή ήμέρα της άγιας πεντηκοστής μετά τήν άνάγνωσιν τού άγιου ευαγγελίου όμοφρόνως άνεθεμάτισαν εκαστος κατά τήν έαυτού πολιν (Theoph. a 6255).
158
καί έδοξεν ευσεβής είναι πρός ολίγον χρόνον καί φίλος της άγιας θεοτόκον καί των μοναχών όθεν καί μητροπολίτας έκ τών άββάδων έν τοις πρωτίστοις θρόνοις προεβάλετο (Theoph. a. 6268).
159
Παύλος ό τίμιος αναγνώστης υπάρχων, Κύπριος τω γίνει, λόγω καί πράξει διαλάμπων, μετά πολλήν παραίτησιν διά τήν κρατούσaν αίρεσιν βία πολλή χειροτονείται πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (Theoph. а. 6272).
160
Ειρήνη ή εύσεβεστάτη άμα τώ υιώ αύτης Κωνσταντίνω παραδόξως θεόθεν τήν βασιλείαν εγχειρίζεται. — ήρξαντο δέ οί εύσεβείς παρρησιάζεσθαι — και οί θελοντες σώθηκαι άκωλύ τώς άποτάσσεσθαι, και ή δοξολογία του Θεου ύψουσθαι, καί τά μοναστήρια αναρρύεσθα: (Theoph. a 6273).
161
της έκκλησίας του Θεου τυραννουμένης και έσχισμένης ουσης έκ τών λοιπών
καθολικών θρόνων και αναθεματιζόμενης (Theoph. a. 6276).
162
έκτοτε λοιπόν ήρξατο λαλείσθαι καί άμφιβάλλεσθαι ό περι τών αγίων και σεπτών είκόνων λόγος παρρησία υπό πάντων.
163
πάντες ομοφρονώς ειπον μή είναι άλλον, εί μη Ταράσιον τόν άσηκρήτην.
164
[Mansi, XII, 1056Е]: qui — sanctam catholicam et apostolicam spiritualem matrem vestram Romanam ecclesiam exaltaverunt, et cum caeteris orthodoxis imperatoribus, utpote caput omnium ecclesiarum venerati sunt. Напечатанное курсивом опущено в греческом переводе, читанном на VII всел. соборе; (add.) и (=) дополнения и поправка в греческом переводе, который не совсем последователен (напр., опуская «caput omnium ecclesiarum» здесь, переводит эту фразу «κεφαλή ποσών τών ἐκλησιών» в послании Тарасию). Отдел бвг совершенно опущен в греческом переводе.
165
) [1057А]: si orthodoxae fidei «sequentes traditiones ecclesiae beati Petri (add. καί Παύλου) apostolorum principis (= κορυφαίων) amplexi fueritis censuram et ejus (= αύτών) vicarium ex intimo dilexeritis corde.
166
[1074В]: Sed utrum per imperitiam, aut schisma, vel haeresim iniquorum scriptum est, ignoramus: sed deinceps suademus vestrae — imperiali potentiae, ut minime in suarum exarationum serie universalis scribatur; (α) quia contra sanctorum canonum instituta, vel sanctorum patrum decreta esse videtur. — (β) quod nimirum si universalis super praelatam sibi sanctam Romanam ecclesiam, quae est caput omnium Dei ecclesiarum, describatur, tanquam sanctarum synodorum rebellem atque haereticum manifestare se certum est. Quia si universalis est, etiam ecclesiae nostrae sedis primatum habere dignoscitur, quod ridiculum omnibus fidelibus christianis apparet: quia in toto orbe terrarum ab ipso Redemptore mundi beato Petro apostolo principatus ac potestas data est; et per eumdem apostolum, cujus vel immeriti vices gerimus, sancta catholica et apostolica Komana ecclesia usque hactenus et in aevum tenet principatum, ac potestatis auctoritatem. Quatenus (quod non credimus) si quispiam eum universalem nuncupaverit, vel assensum tribuerit, sciat se" orthodoxae fidei esse alienum et nostrae sanctae catholicae et apostolicae ecclesiae rebellem. [1074A]: quod praeceptum universalis ecclesiae nullam magis oportet exsequi sedem, quam primam: quae unamquamque synodum et sua auctoritate confirmat, et continuata moderatione custodit.
167
[1074D]: Nimis iterum turbati ac conturbati sumus, quia ex laicorum ordine et imperialibus obsequiis deputatus, repente patriarchatus culmen adeptus est, et apoealigus contra sanctorum canonum censuram factus est patriarcha: et quod dicere pudet et grave tacere est, qui regendi et docendi sunt, doctores nec erubescunt videri, nec metuunt ducatum animarum impudenter assumere, quibus via in omnibus ignota doctoris est; quo vel ipsi gradiantur, ignari sunt. В послании к самому Тарасию папа в этом вопросе более деликатен. Он пишет только [1061DE]: invenimus reverentiam vestram ex laico ordine et imperatoria administratione (=ύπηρεσίας) ad sacrati gradus sublimatam esse fastigium. Et vehementer (= λίαν) in his anima nostra mirata est (= ήγάσθη, sic!). Et nisi vestram sinceram et orthodoxam fidem in praedictis synodicis — invenissemus, nullatenus auderemus hujucemodi obaudire synodica.
168
Ни один из этих «архиереев» (не исключая и иерусалимского) не назван по имени. Антиохийским патриархом в это время был, по-видимому, Феодорит, александрийским Политиан, если только кафедра не была вакантна.
169
[Mansi, XII, 1131D]: τούς θεοφιλείς άξελφούς ήμῶν Ίωάννην και Θωμάν,·ζήλω θείω της ορθοδόξου κεκοσμημένους πίατέως, δύο άγιων και μεγάλων πατριαρχῶν ομοψύχους συγλλους λγοήκμένους (нрзб.) λά και τής άγιοποιού ήσυχίας όντας έραστάς. Это, следовательно, бывшие синкеллы, в 785 г. находившиеся уже в пустыне. И тот и другой подписывается под όρος’ом [XIII, 380]: «τόν τόπον έπέχων τών τριών άποστολικων θρόνων, ’Αλεξάνδρειάς, ’Αντιόχειας καί Ίεροσολύμων». Иоанн подписывается непосредственно после Тарасия: «Ιωάννης πρεσβύτερος καί πατριαρχικός σύγκελλος» (Theoph. 6277; Ίωάννην τόν μέγαν καί περιβόητον λόγω και έργω, άγιωσύνης μετέχοντα, καί σύγκελλον του πατριάρχου ’Αντιόχειας [Феодора?] γεγονότα). Фома подписывается после Иоанна и называет себя: «πρεσβυτερος καί ηγούμενος της μονής του άγιου πατρός ημών ’Αρσενίου τής διακεμένης έν Αίγύπτω άνω Βαβυλώνος (Theoph.: οστις καί άρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης γενόμενος διέπρεψεν).
170
Слова Тарасия [Mansi, XII, 999Ε]: τινάς εύαριθμήτους έπισκόπους, ών τά, νόματα έκών ύπερβήσομαι, ώς παρά πάντων γινωσκόμενα.
171
[Mansi XII, 990Ε]: έλθόντες έν τω λουτηρι τής άγιας καθολικής έκκλησίας, όλυος τις άλλο έκραζε. πάντων δε φωνή εις εν κατέληγε, μή καταδέχεσθαι γενέσθαι γύνοδον.
172
[Mansi, XII, 991В]; ώρας ουση; ώσει έκτης, γενόμενοι πρόίπεινοι οίκάδε έπορεύοντο. [Theoph. a. 6278].
173
συμ παρόντων καί άκροωμένων τών ενδοξστάτων καί μεγαλοπρεπεστάτων αρχόντων, τουτέστι Πετρονά του πανευφήυμ ου άπό ύπίτων, πατρικίου καί κόμητος τού θεοφυλάκτου βασλικοῦ όψικίου, καί Ίωάννου βασλικοῦ όστιαρίου καί λο; οθέτου τού στρατιωτικού λογοθεσιου, καί εύλαβεστάτων αρχιμανδριτών, ηγουμένων τε καί μοναχών.
174
Напр., Νικήτας άνάξίος πρεσβύτερος καί υποψήφιος (= electus) 'Αλικαρνασσού. В других местах вместо υποψήφιος читается «τοποτηρητής»
175
Повествование о виритском образе Спасителя также приписано Афанасию александрийскому.
176
άπεστάλην παρά τών δεσποτών τών άγαθών, ίνα ένέγκω τόν εύλαβέστατον_ έπίσκοπον Νεοκαισαρείας πρός τήν θεοσεβή και άγίαν υμών σύνοδον, ον και παρέστησα.
177
Не упомянут у Hardouin’a, IV, 129В, лишь по ошибке, исправляемой Анастасием, Hard. IV, 130В.
178
В отношении к внешней форме чествования икон воскурение фимиама имело в прежние времена гораздо большее и обширнейшее применение, нежели в настоящее время. Теперь не в обычае, чтобы миряне воскуряли фимиам; тогда же было наоборот. Изображения, относящиеся к VI–IX вв. и сохранившиеся до настоящего времени, содержать фигуры христиан, входящих в храм Воскресения (в Палестине) и воскуряющих фимиам в большом количестве.
179
Символ никейский опущен вовсе, константинопольский приведен текстуально. Содержание определений предшествующих·соборов I–VI приведено кратко. 'Όρος IV вселенского собора повторять текстуально не было повода.
180
В литографированном курсе 1886/7 г. в тексте лекций здесь дан лишь греческий подлинник όρος’a. [Mansi, XIII, 377, 380]: καί συνελόντες φαμέν, άπάσας τάς έκκλησιαστικάς έγγράφως ή άγραφος τεθεσπισμένας ήμίν παραδόσεις άκαινοτομήτως φυλάττομεν ών μία έστι καί η της εικονικής άναζωγραφήσεως έκτύπωσις, ώς τη ιστορία τού εύαγγελικού κηρύγματος συνάδουσα, πρός πίστωσιν τής αληθινής καί ού κατά φαντασίαν τού Θεού Λόγου ένανθρωπήσεως, καί είς όμοίαν λυσιτέλειαν ήμίν χρησιμεύουσα. τά γάρ άλλήλων δηλωτικά, άναμφιβόλως καί τάς άλλήλων έχουσιν εμφάσεις [significationes]. τούτων ούτως έχόντων, τήν βασιλικήν ώσπερ ερχόμενοι τρίβον, έπακολουθούντες τη θεηγόρω διδασκαλία τών άγιων πατέρων ημών καί τη παραδόσει τής καθολικής έκκλησίας (τού γάρ έν αύτη οίκήσαντος 'Αγίου Πνεύματος είναι ταύτην γινώσκομεν), όρίζομεν σύν άκριβεία πάση καί έμμελεία παραπλησίως τω τύπω τού τίμιου καί ζωοποιού σταυρού άνατίθεσθαι τάς σεπτάς καί άγιας είκόνας, τάς έκ χρωμάτων, καί ψηφίδος καί έτέρας υλης έπιτηδείως έχούσης, έν ταίς άγίαις τού Θεού έκκλησίαις, έν ίεροίς σκεύεσι καί έσθήσι, τοίχοις τε καί σανίσιν, οίκοις τε καί όδοίς τής τε τού Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ίησού Χριστού είκόνος, καί τής άχράντου δεσποίνης ημών τής άγιας Θεοτόκου, τίμιων τε αγγέλων, καί πάντων άγιων καί όσιων άνδρών, όσω γάρ συνεχώς δι είκονικής άνατυπώσεως όρώνται, τοσούτον καί οί ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τών πρωτοτύπων μνήμην τε καί έπιπόθησιν, καί ταύταις ασπασμόν καί τιμητικήν προσκύνησιν άπονέμειν, ού μήν τήν κατά πίστιν ημών άληθινήν λατρείαν, ή πρέπει μόνη τή θεία φύσει άλλ’ όν τρόπον τω τύπω τού τίμιου καί ζωοποιού σταυρού, καί τοίς άγίοις εύαγγελίοις καί τοίς λοιποίς ίεροίς άναθήμασι, καί θυμιασμάτων καί φώτων προσαγωγήν πρός τήν τούτων τιμήν ποιείσθαι, καθώς καί τοίς άρχαίοις εύσεβώς είθισται. ή γάρ τής είκόνος τιμή έπί τό πρωτότυπον διαβαίνει καί ό προσκυνών τήν είκόνα προσκυνει έν αύτη τού έγγραφομένου τήν ύπόστασιν. ούτω γάρ κρατύνεται ή τών άγιων πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παραδοσις τής καθολικής έκκλησίας, τής άπό περάτων εις πέρατα δεξαμενής τό εύαγγέλιον. — Τους ουν τολμώντας έτέρως φρονείν ή διδάσκειν, ή κατά τους εναγείς αίρετικους τάς έκκλησιαστικάς παραδόσεις άθετείν καί καινοτομίαν τινά έπινοείν, ή άποβάλλεσθαί τι έκ τών ανατεθειμένων τή έκκλησία, εύαγγέλιον, ή τύπον τού σταυρού, ή είκονικήν άναζωγράφησιν, ή άγιον λείψανον μάρτυρος ή έπινοείν σκολιως καί πανούργως, πρός τό άνατρέψα εν τι τών ένθέσμων παραδόσεων τής καθολικής έκκλησίας έτι γε μήν ώς κοινοίς χρήσθαι τοίς ίεροίς κειμήλίοις, ή τοίς εύαγέσι μοναστηρίοις έπισκόπους μέν όντας ή κληρικούς καθαιρείσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δε ή λαίκους τής κοινωνίας άφορίζεσθαι.